-
1 μελετάω
A take thought or care for, c. gen., βίου, ἔργου, Hes.Op. 316, 443: c. acc. rei,δόξαν ἀρετῆς Th. 6.11
; of a physician, treat a case, Hp.Int.27, etc.:—[voice] Pass., of the patient, ib.26, etc.2 attend to, study, οὐ δύναμαι ἀκοῦσαι, τοῦτο μελετῶν (sc. τὸ ἀκοῦσαι) Hdt.3.115;πλήθους δόξας μεμελετηκώς Pl. Phdr. 260c
.II pursue, exercise, [ μαντείην] h.Merc. 557; μ. τοῦτο (sc. ἡμεροδρόμην εἶναι) Hdt.6.105: freq. in [dialect] Att.,μ. σοφίαν Ar.Pl. 511
; τέχνας, ῥητορικήν, Pl.Grg. 511b, 511c, 448d; practise, ἤθη, γαστριμαργίας, ὕβρεις, Id.Phd. 81e; ; [ νόμους] E.Ba. 892 (lyr.); (anap.);τὴν τῶν πολεμικῶν ἄσκησιν Arist.Pol. 1333b39
: generally,μ. ἄδικα LXX Jb.27.4
;ταῦτα μελέτα 1 Ep.Ti.4.15
; esp. practise speaking, con over a speech in one's mind,λογάρια δύστηνα μελετήσας D.19.255
;ἀπολογίαν Id.46.1
; also, deliver, declaim (cf. 11.5 b),λόγους D.C.40.54
:—[voice] Pass., τὸ ναυτικὸν οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι naval warfare cannot be practised 'en amateur', Th.1.142; εὐταξία μετὰ κινδύνων μελετωμένη discipline put in practice on the battle-field, Id.6.72, cf. Pl.R. 455c.2 c. inf., μετρίως ἀλγεῖν μελετᾷ σοφία practises moderation in grief, E. Fr.46;λαλεῖν μεμελετήκασί που Ar.Ec. 119
; alsoμ. τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν X.Cyr.1.2.12
, cf. Antipho 3.2.3;μ. ποιεῖν καὶ λέγειν Lys.10.9
; μ. ἀποθνῄσκειν, τεθνάναι, practise dying, death, Pl.Phd. 67e, 81a, cf. Epicur.Fr. 470.3 less freq. c. part.,μ. κυβερνῶντες X.Ath.1.20
; with ὡς and part., Id.Cyr.5.5.47.4 with Prep.,μ. ἔν τινι LXX Jo. 1.8
,al.5 abs., study, train oneself, Ar.Ec. 164, Th.1.80, X.HG 3.4.16; ἦν τὸ ἱππικὸν μεμελετηκός ib.6.4.10: c. dat. modi,τόξῳ μ. καὶ ἀκοντίῳ Id.Cyr.2.1.21
; ἐν τῷ μὴ μελετῶντι by want of practice, Th.1.142.b esp. practise oratory, declaim, Pl.Phdr. 228b; ἐπὶ τῶν καιρῶν μ. extemporize a speech, D.61.43;Ἑλληνιστὶ μ. Plu.Cic.4
, cf. 2.131a, Luc.Sol.6, Philostr. VS1.24.2, AP11.145; of actors, Arist. Pr. 904b3.6 Medic., of disease, threaten,μ. τὴν τοῦ καρκινώματος γένεσιν Leonid.
ap. Aët.16.43: abs.,ἢν κρύβδην μελετήσῃ.. ἡ νοῦσος Aret.SD2.12
:—[voice] Pass.,ἀπειλᾷ καὶ μελετᾶται μανία Steph. in Hp.1.99
D., cf. Aët.16.63.7 c. acc. pers., exercise, train persons, ἐμελέτησεν [αὐτοὺς] ὡς εἶεν .. X.Cyr.8.1.42: c. inf.,οὓς ἀναβαίνειν ἐπὶ τοὺς ἵππους μελετᾷ Φείδων Mnesim.4.7
:—[voice] Pass., μελετώμενοι ὑπ' αὐτῶν τὴν πτῆσιν, of eaglets, Philostr.VA1.7.III Gramm., to be accustomed, c. inf.,μεμελέτηκε τὸ τ ¯ εἰς θ ¯ τρέπεσθαι An.Ox.1.66
;τὰ μὴ μελετήσανταπάσχεινσυναίρεσιν Theognost. Can.145.25
.b Medic., acquire a habit,μελετησάντων ἐκπίπτειν βραχιόνων Gal.14.782
:— [voice] Pass., become chronic,μελετηθὲν τὸ πάθος Aët.16.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελετάω
-
2 κατευθύνω
Aκατευθύνεσκον IGRom.4.507b
(Pergam.):— make or keep straight,τὴν πτῆσιν Arist.IA 710a2
;ναῦν τῷ πηδαλίῳ D.Chr.13.18
; βιοτῆς οἴακα κατευθύνεσκες ἐν οἴκῳ IGRom. l.c.:—[voice] Pass.,αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Pl.Ti. 44b
.2 guide, direct,τὰς φύσεις Id.Lg. 809a
; τινὰ εἰς τὸν αὑτοῦ δρόμον ib. 847a; [τὸν ἐλέφαντα] τῷ δρεπάνῳ Arist.HA 610a28
; [ ναῦν] Id.Fr.11; κ. τὰς πράξεις ὁ θεός Aristeas 18;τὰ παρόντα πρὸς τὸ τέλος Plu.Cam.42
;πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους Id.2.20d
; τὴν ψυχήν ib.780b;τὸν λόγον πρός τι Gal.17(2).362
.II intr., make straight towards,κατεύθυναν αἱ βόες ἐν τῇ ὁδῷ εἰς ὁδὸν Βαιθσάμυς LXX 1 Ki.6.12
;κ. τῇ πτήσει ὄρθιον ἐπὶ τοὺς πολεμίους Plu.Alex.33
.3 οἱ -ευθύνοντες the righteous, ib.Pr.15.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατευθύνω
-
3 полет
полетм ἡ πτήση [-ις] / τό πέταγμα (тж. перен):\полет птиц τό πέταγμα τῶν πουλιών слепой \полет ἀβ. ἡ τυφλή πτήση· с бреющего \полета πετώντας ξυστά· во время \полета ἐν πτήσει, κατά τήν πτήσιν ◊ \полет мысли τό πέταγμα τῆς σκέψης· с птичьего \полета ἀπό ψηλά, ἐξ ἀπόπτου. -
4 διορίζω
A : [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense (v. infr. 1.3):—draw a boundary through, delimit, separate, Hdt.4.42;τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης D.S.1.55
;δίχα δ. Pl.Sph. 267a
: metaph.,οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ διώρισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.Hist.Conscr.7
.2 distinguish, determine, define,τὰ οὐνόματα Hdt.4.45
;θεοῖσι.. γέρα τίς ἄλλος ἢ 'γὼ.. διώρισεν; A.Pr. 440
; πτῆσιν οἰωνῶν.. διώρισα, of auguries, ib. 489; σῖτον δ' εἰδέναι δ. so as to know it, Id.Fr. 182;γλυκὺν οἶνον καὶ οἰνώδεα Hp.Acut.50
;δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Pl.Lg. 860e
, cf. Cra. 391d;δ. περὶ ἐνεργείας τί ἐστιν Arist.Metaph. 1048a26
; define logically,δ. κατὰ τὰς διαφοράς Id.Top. 146b20
, cf. EN 1103a3 ([voice] Pass.), etc.:—[voice] Med., pronounce clearly,Alex.
301.3 determine, declare, : c. inf., determine one to be so and so,καθαρὸν διώρισεν εἶναι D.20.158
: with inf. omitted, :— [voice] Med., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι .. D.18.40; διορισαμένων ὅπως .. Id.56.11;διορίσασθαι τίς αἱρετώτατος βίος Arist.Pol. 1323a15
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα D.24.192
:—[voice] Pass., διώρισται ὁπότερον .. And.4.8; it being prescribed,Lys.
30.4; ;ἐν τῷ διωρισμένῳ χρόνῳ PTeb. 105.33
(ii B. C.), etc.: impers., διοριεῖται περί τινος we will give precepts about.., Hp.Art.9;ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Arist.Pol. 1282b20
, cf. EN 1136a10.4 draw distinctions, lay down definitions,οὐδ' ὁτιοῦν διορίζων D.21.104
;τοῦτό μοι.. διόρισον Pl. Grg. 488d
:—mostly in [voice] Med.,δ. περί τινος And.3.12
, Isoc.3.5, Arist. Ph. 200b15;πρὸς ἀλλήλους Pl.Grg. 457c
; δίκην διωρίσω didst settle the conditions of the trial, Ar.Ach. 364.II remove across the frontier, banish,ἔξω τῶν ὅρων Pl.Lg. 873e
;τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Isoc.4.174
;τινὰ ὑπὲρ θυμέλας E. Ion46
: generally, carry abroad,στράτευμα Τροίαν ἔπι Id.Hel. 394
; δ. πόδα to depart, ib. 828.IV [voice] Pass., to be discontinuous, opp. συνάπτω, Arist.Cat. 4b28; διωρισμένος, opp. συνεχής, ib.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορίζω
См. также в других словарях:
κατευθύνω — (AM κατευθύνω) ασκώ κυριαρχική επιβολή σε κάποιον, τὸν επηρεάζω στις ενέργειές του, διευθύνω, καθοδηγώ (α. «η λογική πρέπει να κατευθύνει τους λόγους και τις πράξεις μας» β. «κατευθυνέτω τὰς φύσεις τῶν παίδων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. μέσ. κατευθύνομαι … Dictionary of Greek
πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να … Dictionary of Greek
περιεργάζομαι — ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ [περίεργος] ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.) μσν. ενεργ. περιεργάζω αναζητώ προσεκτικά μσν. αρχ. 1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ… … Dictionary of Greek